επέξοδος

επέξοδος
ἐπέξοδος, η (Α) [έξοδος]
1. έξοδος ή πορεία εναντίον τού εχθρού
2. τιμωρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπέξοδος — march out against fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξόδοις — ἐπέξοδος march out against fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξόδου — ἐπέξοδος march out against fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξόδους — ἐπέξοδος march out against fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέξοδον — ἐπέξοδος march out against fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεξόδιος — ἐπεξόδιος, ία, ον (Α) [επέξοδος] 1. (για προετοιμασίες, θυσίες κ.λπ.) αυτός που γίνεται κατά την εκστρατεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπεξόδια θυσίες που γίνονταν πριν από την αναχώρηση τού στρατού …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”